δίκερας

δίκερας
δί-κερας, ατος, τό, das Doppelhorn; eine Art Becher

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δίκερας — το (Α δίκερας) νεοελλ. είδος ελασματοβράγχιων μαλακίων που έχει εκλείψει αρχ. 1. διπλό κέρας 2. είδος ποτηριού με δύο κρουνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κέρας «κέρατο»] …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • dicerate — dicerate, a. (ˈdaɪsərət) [f. Gr. δίκερας, δικερατ double horn.] ‘Having two horns’. Syd. Soc. Lex. 1883 …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”